αλγίων: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλγίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />[[συγκριτικός]] του [[αλγεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]<br />[[ανώμαλος]] [[σχηματισμός]] συγκριτικού βαθμού του επιθ. <i>ἀλγεινὸς</i> [[κατά]] τα [[καλλίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]]), [[αἰσχίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἶσχος]])<br />πρβλ. και <i>ἄλγιστος</i>].
|mltxt=[[ἀλγίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />[[συγκριτικός]] του [[αλγεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]<br />[[ανώμαλος]] [[σχηματισμός]] συγκριτικού βαθμού του επιθ. <i>ἀλγεινὸς</i> [[κατά]] τα [[καλλίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]]), [[αἰσχίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἶσχος]])<br />πρβλ. και <i>ἄλγιστος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλγίων (-ονος), -ον (Α)
συγκριτικός του αλγεινός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλγος
ανώμαλος σχηματισμός συγκριτικού βαθμού του επιθ. ἀλγεινὸς κατά τα καλλίων (< κάλλος), αἰσχίων (< αἶσχος)
πρβλ. και ἄλγιστος].