αλυκτώ: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἀλυκτῶ (-έω) (Α) [[ἀλύω]]<br /><b>βλ.</b> [[αλυκτάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλυκτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλυκ</i>-, θ. του ρ. [[ἀλύσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλυκτάζω]].<br /><b>(II)</b><br />(-εω) (Α ἀλυκτῶ)<br />[[υλακτώ]] (για νεοελλ. ερμηνεύματα <b>βλ.</b> [[αλυχτώ]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑλακτώ</i>, με αμοιβαία [[μετάθεση]] τών φωνηέντων <i>υ</i> και <i>α</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἀλυκτῶ (-έω) (Α) [[ἀλύω]]<br /><b>βλ.</b> [[αλυκτάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλυκτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλυκ</i>-, θ. του ρ. [[ἀλύσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλυκτάζω]].<br /><b>(II)</b><br />(-εω) (Α ἀλυκτῶ)<br />[[υλακτώ]] (για νεοελλ. ερμηνεύματα <b>βλ.</b> [[αλυχτώ]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑλακτώ</i>, με αμοιβαία [[μετάθεση]] τών φωνηέντων <i>υ</i> και <i>α</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
ἀλυκτῶ (-έω) (Α) ἀλύω
βλ. αλυκτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλυκτὸς < ἀλυκ-, θ. του ρ. ἀλύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω.
(II)
(-εω) (Α ἀλυκτῶ)
υλακτώ (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και α].