αλλόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀλλόπιστος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[άλλη]] [[πίστη]], που ανήκει σε [[άλλο]] [[θρήσκευμα]], ο [[αλλόθρησκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πράττει αντίθετα στην [[πίστη]] του, ο [[ασυνείδητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοπιστώ]]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀλλόπιστος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[άλλη]] [[πίστη]], που ανήκει σε [[άλλο]] [[θρήσκευμα]], ο [[αλλόθρησκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πράττει αντίθετα στην [[πίστη]] του, ο [[ασυνείδητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοπιστώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀλλόπιστος, -ον)
αυτός που έχει άλλη πίστη, που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα, ο αλλόθρησκος
νεοελλ.
αυτός που πράττει αντίθετα στην πίστη του, ο ασυνείδητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + πιστός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοπιστώ].