αμεριμνομέριμνος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀμεριμνομέριμνος, -ον ([[λέξη]] του Αδ. Κοραή)<br />ο υπερβολικά [[αμέριμνος]], ο εντελώς [[ξένοιαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ἀμεριμνομέριμνος, -ον ([[λέξη]] του Αδ. Κοραή)<br />ο υπερβολικά [[αμέριμνος]], ο εντελώς [[ξένοιαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Επαναληπτικό σύνθετο <span style="color: red;"><</span> [[ἀμέριμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μέριμνα]] (πρβλ. νεοελλ. <i>γαϊδουρογάιδαρος</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμεριμνομέριμνος, -ον (λέξη του Αδ. Κοραή)
ο υπερβολικά αμέριμνος, ο εντελώς ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επαναληπτικό σύνθετο < ἀμέριμνος + -μέριμνα (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)].