αμπεχόνη: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμπεχόνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτός]] [[επενδύτης]] ή [[εσθήτα]] που φορούσαν οι γυναίκες ή θηλυπρεπείς άντρες<br /><b>2.</b> [[ενδυμασία]], ενδύματα<br /><b>3.</b> (στον πληθυντικό) <i>αἱ ἀμπεχόναι</i><br />τρόποι ντυσίματος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμπεχόνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτός]] [[επενδύτης]] ή [[εσθήτα]] που φορούσαν οι γυναίκες ή θηλυπρεπείς άντρες<br /><b>2.</b> [[ενδυμασία]], ενδύματα<br /><b>3.</b> (στον πληθυντικό) <i>αἱ ἀμπεχόναι</i><br />τρόποι ντυσίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμπέχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όνη</i> (πρβλ. [[πείρω]]- [[περόνη]], [[ἄγχω]]- [[ἀγχόνη]], [[ἄκαινα]]-[[ἀκόνη]], [[βέλος]]-[[βελόνη]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμπέχονο</i>]. | ||
}} | }} |