αμαξήρης: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁμαξήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> ο προσαρμοσμένος σε [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για άμαξες, [[αμαξιτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[ενώνω]], [[συνδέω]]»].
|mltxt=[[ἁμαξήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> ο προσαρμοσμένος σε [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για άμαξες, [[αμαξιτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[ενώνω]], [[συνδέω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁμαξήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος σε άμαξα
2. κατάλληλος για άμαξες, αμαξιτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + -ήρης < ἀραρίσκω «ενώνω, συνδέω»].