αμυλόζη: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>βιοχ.</b><br />μία από τις δύο μορφές του αμύλου (η [[άλλη]] [[είναι]] η [[αμυλοπηκτίνη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[άμυλο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όζη</i>, πρβλ. αγγλ. <i>amylose</i>].
|mltxt=η <b>βιοχ.</b><br />μία από τις δύο μορφές του αμύλου (η [[άλλη]] [[είναι]] η [[αμυλοπηκτίνη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[άμυλο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όζη</i>, πρβλ. αγγλ. <i>amylose</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

η βιοχ.
μία από τις δύο μορφές του αμύλου (η άλλη είναι η αμυλοπηκτίνη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < άμυλο(ν) + κατάλ. -όζη, πρβλ. αγγλ. amylose].