αλυχτώ: Difference between revisions

From LSJ

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω)<br /><b>1.</b> [[υλακτώ]], [[γαβγίζω]]<br /><b>2.</b> [[φωνάζω]], [[βρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί [[φασαρία]] [[χωρίς]] να [[είναι]] [[επικίνδυνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. <i>ἀλυκτῶ</i> ΙΙ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλυχταίνω]], [[αλύχτημα]], [[αλυχτησιά]], [[αλυχτιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλυχτομανώ]].
|mltxt=(-άω)<br /><b>1.</b> [[υλακτώ]], [[γαβγίζω]]<br /><b>2.</b> [[φωνάζω]], [[βρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί [[φασαρία]] [[χωρίς]] να [[είναι]] [[επικίνδυνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. <i>ἀλυκτῶ</i> ΙΙ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλυχταίνω]], [[αλύχτημα]], [[αλυχτησιά]], [[αλυχτιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλυχτομανώ]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-άω)
1. υλακτώ, γαβγίζω
2. φωνάζω, βρίζω
3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ἀλυκτῶ ΙΙ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ.