δεκτικός: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dektikos | |Transliteration C=dektikos | ||
|Beta Code=dektiko/s | |Beta Code=dektiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for receiving]], <b class="b3">τὸ τῆς τροφῆς δ</b>. [[the part that receives]] the food (sc. <b class="b3">ἡ κοιλία</b>), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1290b27</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">HA</span>489a3</span>; αἰσθητήριον δ. τῶν αἰσθητῶν <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>647a7</span>; [<b class="b3">τοῦ εἴδους</b>] <span class="bibl">Id.<span class="title">Metaph.</span>1023a12</span>: Comp., <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span> 966a12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[capable of]], ἐπιστήμης <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>415a</span>; ἐναντιώσεων <span class="bibl">Arist. <span class="title">GC</span>320a4</span>; τῆς ἕξεως <span class="bibl">Id.<span class="title">Cat.</span>12a30</span>; διατάξεως <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.7</span>; παθημάτων <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span> 24p.470M.</span>; θυμοῦ Phld.<span class="title">Ir.</span>p.87 W.; πόνων Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1012.45 F., cf. Phld.<span class="title">D.</span>1.2. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> abs., [[capable of receiving]], [[recipient]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>414a10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>249a2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:56, 29 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A fit for receiving, τὸ τῆς τροφῆς δ. the part that receives the food (sc. ἡ κοιλία), Arist.Pol.1290b27, cf. HA489a3; αἰσθητήριον δ. τῶν αἰσθητῶν Id.PA647a7; [τοῦ εἴδους] Id.Metaph.1023a12: Comp., Id.Pr. 966a12. 2 capable of, ἐπιστήμης Pl.Def.415a; ἐναντιώσεων Arist. GC320a4; τῆς ἕξεως Id.Cat.12a30; διατάξεως Porph.Abst.1.7; παθημάτων Hierocl.in CA 24p.470M.; θυμοῦ Phld.Ir.p.87 W.; πόνων Demetr.Lac.Herc.1012.45 F., cf. Phld.D.1.2. 3 abs., capable of receiving, recipient, Arist.de An.414a10, Ph.249a2.
German (Pape)
[Seite 543] zur Aufnahme geeignet, aufnehmend, τινός Arist. Pol. 4, 4 u. öfter; Plat. Defin. 415 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεκτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς δοχὴν ἢ λῆψιν, Λατ. capax, τὸ τῆς τροφῆς δ., τὸ μέρος τὸ δεχόμενον τὴν τροφήν, δηλ. ἡ κοιλία, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 8, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 1. 2, 3, Γεν. Ζ. 1. 20, 14, κ. ἀλλ. 2) ἐπιδεκτικός τινος, ἐπιστήμης Ὅρ. Πλάτ. 415Α· ἐναντιώσεων Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τῆς ἕξεως ὁ αὐτ. Κατηγ. 10, 10· τῶν αἰσθητῶν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 1, 19. 3) ἀπολ., ἱκανὸς νὰ δεχθῇ, ὁ δεχόμενος, ὁ αὐτ. Μεταφ. 4. 23, 1, π. Ψυχ. 2. 2, 14, Φυσ. 7. 4, 8.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1capacitado, susceptible de recibir, capaz de admitir o acoger ζῷον ... ὃ μόνον τῶν ὄντων ἐπιστήμης ... δ. ἐστιν Pl.Def.415a, τὸ τῆς φύσεως θῆλυ ... δ. ἁπάσης γενέσεως Plu.2.372e, τοῦ τροχαίου ... δ. (τὸ δακτυλικόν) Aristid.Quint.47.10, πηγὴ ζωτική, δ., θρεπτική ψυχῶν πιστῶν IChr.M.103A (V d.C.?)
•c. prep. ἡ ὄψις δεκτικωτέρα πρὸς τὰς ἀπορροίας γίνεται Hld.3.7
•fil. τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δ. Arist.GC 320a3, μόρια Posidon.96, σώματος ... δ. ... τὸ κενόν Porph.Sent.42, cf. Vett.Val.318.1
•τὸ δ. continente, receptáculo susceptible de recibir atributo, sujeto receptor πρῶτον δ. Arist.Ph.248b22, cf. 249a2, (ἐπιστήμη) οἷον ἐνέργεια τοῦ δεκτικοῦ Arist.de An.414a10, cf. 1023a12.
2 que contiene, receptor c. gen. τὸ αἰσθητήριον ... δεκτικὸν εἶναι τῶν αἰσθητῶν Arist.PA 647a7, τῆς ὑγρᾶς περιττώσεως de la vejiga, Arist.HA 489a3, cf. Pr.961a12, Plu.2.688b, Vett.Val.4.1, τόπος δ. φθόγγων Aristox.Harm.21.2, τὸ δὲ μαντικὸν ... δ. δὲ φαντασιῶν Plu.2.432d, οἴνου δ. φιάλη Sch.Pi.I.6.58d
•subst. τὸ τῆς τροφῆς δεκτικόν la parte del cuerpo que recibe el alimento Arist.Pol.1290b27, cf. Thphr.Od.19.
II de pers.
1 susceptible de recibir, sujeto, expuesto c. gen. (λέγεται ὁ ἄνθρωπος) φύσει ... πόνων εἶναι δ. (se dice que el hombre) por naturaleza está sujeto a penalidades Demetr.Lac.Herc.1012.67.3, (θυμοῦ) δ. ... ὁ σοφός Phld.Ir.44.1, πῶς οὐ φήσομεν θαρροῦντες ἅπαντας εἶναι γήρως καὶ νόσου δεκτικούς; ¿cómo no afirmaremos que todos (los hombres) están expuestos a la vejez y la enfermedad? Phld.Sign.21.11, (οὐσία) δ. παθημάτων Hierocl.in CA 24.1
•receptivo οἱ μὴ δεκτικοὶ τούτου (διατάξεως) los que no sean receptivos a esta prescripción (obedecerán por el miedo a las leyes), Porph.Abst.1.7, cf. Plu.2.79e.
2 receptor, recipiendario ἐγενόμεθα δεκτικοὶ τῶν τήνου λόγων de los discípulos de Pitágoras, Pythag.Ep.2.2.
III adv. -ῶς acogedoramente ἡμᾶς δ. κατήπειγεν Hom.Clem.4.1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που είναι κατάλληλος να δεχθεί, να λάβει ή να χωρέσει κάτι («το πλοίο δεν είναι δεκτικό μεγάλου φορτίου»)
2. ο επιδεκτικός, όποιος παρουσιάζει κλίση, ικανότητες ή εχέγγυα για κάτι («δεκτικός εξελίξεως», «ἐπιστήμης... δεκτικός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκτης ή δεκτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκτικός -ή -όν [δέχομαι] in staat of geschikt om ( iets, gen. ) te ontvangen, ontvankelijk voor, met gen.
Russian (Dvoretsky)
δεκτικός:
1) могущий вместить или принять (в себя), принимающий (в себя) (μόριον δεκτικὸν τροφῆς = ἡ κοιλία Arst.);
2) восприимчивый (ἐπιστήμης Plat.; αἰσθητῶν Arst.; δεκτικὸν ποιεῖν τινά τινος Plut.);
3) подверженный (γενέσεως καὶ φθορᾶς Arst.; οὐ δ. ὕπνου θεός Plut.).