θρίσσα: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thrissa | |Transliteration C=thrissa | ||
|Beta Code=qri/ssa | |Beta Code=qri/ssa | ||
|Definition=Att. θρίττα, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=Att. θρίττα, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a fish]],= [[τριχίας]], <span class="bibl">Anaxandr.41.52</span>, <span class="bibl">Ephipp. 12.5</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>621b16</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>40</span>(iii B.C.), al., <span class="title">Gp.</span>20.7.1: θρείσσα, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>816.20</span> (iii A.D.): θρίσσος, ὁ, is v.l. in <span class="title">AP</span>6.304 (Phan.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:04, 30 December 2020
English (LSJ)
Att. θρίττα, ἡ, A a fish,= τριχίας, Anaxandr.41.52, Ephipp. 12.5, Arist.HA621b16, PCair.Zen.40(iii B.C.), al., Gp.20.7.1: θρείσσα, BGU816.20 (iii A.D.): θρίσσος, ὁ, is v.l. in AP6.304 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1219] att. θρίττα, ἡ, ein Fisch, = τριχίς; Arist. H. A. 9, 37; Ath. VII, 328 e; Ep. ad. (X, 9).
Greek (Liddell-Scott)
θρίσσα: Ἀττ. θρίττα, ἡ, κοινῶς «φρίσσα», κατὰ τροπὴν τοῦ θ εἰς φ, ὡς τὸ φηκάριον ἀντὶ θηκάριον κτλ. (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτην σ. 206), Ἀναξανδρ. ἐν Πρωτ. 1. 52, Ἔφιππ. ἐν Κύδ. 1. 5, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 16.
Greek Monolingual
και φρίσσα, η (ΑΜ θρίσσα Α και αττ. τύπος θρίττα και θρείσσα)
είδος σαρδέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριχ-ψα < θριξ, τριχός. Πρόκειται για την πιο αρχαία και πιο διαδεδομένη λ. της οικογένειας. Δηλώνει ένα είδος ψαριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή τα κόκαλα του είναι πολύ λεπτά, σαν τρίχες].
Russian (Dvoretsky)
θρίσσα: атт. θρίττα ἡ тритта (рыба неизвестного нам вида) Arst., Plut.