καταντία: Difference between revisions
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katantia | |Transliteration C=katantia | ||
|Beta Code=katanti/a | |Beta Code=katanti/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hanging downwards]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[καταντία]], v. [[καταντίον]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A hanging downwards, Hp.Off.3. II καταντία, v. καταντίον.
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, die Abschüssigkeit. Vgl. καταντίος.
Greek (Liddell-Scott)
καταντία: ἡ, ἡ κλίσις πρὸς τὰ κάτω, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 741· ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει, τὴν κατάρροπον τῶν μελῶν θέσιν.
French (Bailly abrégé)
2adv.
en face, vis-à-vis.
Étymologie: καταντίος, sel. d’autres κατ’ ἀντία.
Greek Monolingual
καταντία, ἡ (Α) κατάντης
1. το κρέμασμα προς τα κάτω
2. (ως επίρρ.) καταντίον («πόντου καταντία κυμαίνοντος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως ουσ. < κατ(α)- + ἀντία, θηλ. του ἀντίος (< ἀντί). Ως επίρρ. πιθ. < φρ. κατ’ ἀντία, όπου ἀντία επίρρ. < ἀντίος.
Russian (Dvoretsky)
καταντία: adv. Agesianax ap. Plut. = καταντίον II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταντία -ας, ἡ [κατάντης] hellende stand. Hp.