κονιστήριον: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=konistirion | |Transliteration C=konistirion | ||
|Beta Code=konisth/rion | |Beta Code=konisth/rion | ||
|Definition=τό, <span class="sense"> | |Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κονίστρα]], Vitr.5.11.2, <span class="title">IGRom.</span>4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:50, 30 December 2020
English (LSJ)
τό, A = κονίστρα, Vitr.5.11.2, IGRom.4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1481] τό, = κονίστρα, Vitruv. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κονιστήριον: τό, = κονίστρα, Βιτρούβ. 5. 11, Εὐστ. 1113. 63.
Greek Monolingual
κονιοτήριον, τὸ (Α)
βαθύ σκάμμα της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ- (πρβλ. μέλλ. κονίσ-ω του κονίω) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανισ-τήριον, θυσιασ-τήριον)].