κοσμοκόμης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kosmokomis | |Transliteration C=kosmokomis | ||
|Beta Code=kosmoko/mhs | |Beta Code=kosmoko/mhs | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dressing the hair]], κτείς <span class="title">AP</span>6.247 (Phil.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:00, 30 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A dressing the hair, κτείς AP6.247 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοκόμης: -ου, ὁ, ὁ κοσμῶν, καλλωπίζων τὴν κόμην, κτεὶς Ἀνθ. Π. 6. 247.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui orne ou arrange la coiffure.
Étymologie: κόσμος, κόμη.
Greek Monolingual
κοσμοκόμης, -ου, ὁ (Α)
(για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο-κόμης, κισσο-κόμης.
Greek Monotonic
κοσμοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κοσμοκόμης: ου adj. m причесывающий волосы, (вообще) расчесывающий (κτείς Anth.).