μύρωμα: Difference between revisions
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myroma | |Transliteration C=myroma | ||
|Beta Code=mu/rwma | |Beta Code=mu/rwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ointment spread for use]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1117</span>, cf. <span class="bibl">Eust.1295.20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:04, 30 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A ointment spread for use, Ar.Ec.1117, cf. Eust.1295.20.
German (Pape)
[Seite 222] τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μύρωμα: [ῠ], τό, χρησιμεῦον πρὸς μύρωσιν, Ἀλκαῖ. παρ’ Εὐστ. 1295, 20, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1117.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μύρωμα) μυρώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μυρώνω, η επάλειψη με μύρο
(νεοελλ.-μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια του ευχελαίου ή άλλων τελετών
αρχ.
το υγρό που χρησιμοποιείται στη διαδικασία του μυρώματος, το μύρο, το χρίσμα.
Russian (Dvoretsky)
μύρωμα: ατος (ῠ) τό благовонная мазь Arph.