νεκροβαρής: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nekrovaris | |Transliteration C=nekrovaris | ||
|Beta Code=nekrobarh/s | |Beta Code=nekrobarh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[laden with the dead]], ἄκατος <span class="title">APl.</span>4.273 (Crin.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ές, A laden with the dead, ἄκατος APl.4.273 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 237] ἄκατος, mit Todten belastet, Crinag. 16 (Plan. 273).
Greek (Liddell-Scott)
νεκροβᾰρής: -ές, φέρων βάρος, φορτίον νεκρῶν, ἄκατος Ἀνθ. Πλαν. 283.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chargé d’un mort ou de morts.
Étymologie: νεκρός, βάρος.
Greek Monolingual
νεκροβαρής, -ές (Α)
(για πλοίο) αυτός που φέρει φορτίο νεκρών («νεκροβαρὴς ἄκατος», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής, θυμο-βαρής].
Greek Monotonic
νεκροβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που φέρει το βάρος των νεκρών, σε Ανθ.