προσφόρημα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosforima | |Transliteration C=prosforima | ||
|Beta Code=prosfo/rhma | |Beta Code=prosfo/rhma | ||
|Definition=ατος, τό,= <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό,= <span class="sense"><span class="bld">A</span> προσφορά <span class="bibl">111.2</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>423</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό,= A προσφορά 111.2, E.El.423.
German (Pape)
[Seite 787] τό, = προσφορά; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.
Greek (Liddell-Scott)
προσφόρημα: τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourriture, assaisonnement.
Étymologie: προσφορέω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α προσφορῶ
τροφή, τρόφιμα.
Greek Monotonic
προσφόρημα: -ατος, τό, τα χρειώδη, τροφή, τρόφιμα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.
Russian (Dvoretsky)
προσφόρημα: ατος τό пища, еда Eur.
Middle Liddell
προσφόρημα, ατος, τό,
that which is set before one, victuals, Eur.