πωρώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=porodis
|Transliteration C=porodis
|Beta Code=pwrw/dhs
|Beta Code=pwrw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like]] [[πῶρος]], Gal.6.760, Hsch. s.v. [[σπῖδος]].</span>
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like]] [[πῶρος]], Gal.6.760, Hsch. s.v. [[σπῖδος]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωρώδης Medium diacritics: πωρώδης Low diacritics: πωρώδης Capitals: ΠΩΡΩΔΗΣ
Transliteration A: pōrṓdēs Transliteration B: pōrōdēs Transliteration C: porodis Beta Code: pwrw/dhs

English (LSJ)

ες, A like πῶρος, Gal.6.760, Hsch. s.v. σπῖδος.

German (Pape)

[Seite 828] ες, tuffsteinartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πωρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πωρίνῳ λίθῳ, ἢ πώρινος, «παχύνονται δὲ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῦτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πορώδεις λίθοι συνίστανται» Γαλην. τ. 6, 760, 15, Ἡσύχ., ἐν λ. σπίλος.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πῶρος
1. ο όμοιος με πώρο
2. φρ. «πωρώδης λίθος»
ιατρ. πέτρα στους νεφρούς («παχύνονται δέ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῦτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πωρώδεις λίθοι συνίστανται», Γαλ.).