χρεωκοπίδης: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chreokopidis
|Transliteration C=chreokopidis
|Beta Code=xrewkopi/dhs
|Beta Code=xrewkopi/dhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who cancels his debts, an insolvent</b>: esp. said of those friends of Solon at Athens, who took advantage of his [[σεισάχθεια]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>15</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">one who cancels his debts, an insolvent</b>: esp. said of those friends of Solon at Athens, who took advantage of his [[σεισάχθεια]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>15</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:00, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεωκοπίδης Medium diacritics: χρεωκοπίδης Low diacritics: χρεωκοπίδης Capitals: ΧΡΕΩΚΟΠΙΔΗΣ
Transliteration A: chreōkopídēs Transliteration B: chreōkopidēs Transliteration C: chreokopidis Beta Code: xrewkopi/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who cancels his debts, an insolvent: esp. said of those friends of Solon at Athens, who took advantage of his σεισάχθεια, Plu.Sol.15.

German (Pape)

[Seite 1371] ὁ, der Schuldenaufheber; bes. hießen in Athen die Freunde des Solon so, die seine σεισάχθεια einführen halfen, Plut. Sol. 15; eigtl. der seine Schulden unbezahlt läßt, der Bankerutirer.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωκοπίδης: -ου, ὁ, ὁ χρεωκοπῶν, ὁ διαγράφων τὰ χρέη του χωρὶς νὰ τὰ πληρώσῃ, ὁ ἀρνούμενος πληρωμὴν χρεῶν· οὕτω μάλιστα ἐκαλοῦντο ἐν Ἀθήναις οἱ φίλοι τοῦ Σόλωνος οἱ τρέψαντες εἰς ἰδίαν ὠφέλειαν τὴν ὑπ’ αὐτοῦ νομοθετηθεῖσαν σεισάχθειαν, Πλουτ. Σόλων 15.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Αθήνα) (κυρίως ως προσωνυμία φίλων του Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό μέτρο της σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του χωρίς να τά έχει πληρώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκόπος + κατάλ. -ίδης τών πατρωνυμικών].

Greek Monotonic

χρεωκοπίδης: -ου, ὁ (κόπτω), αυτός που αναβάλλει την εξόφληση των χρεών του, χρεωκοπημένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χρεωκοπίδης: ου ὁ уменьшитель задолженности (преимущ. о Солоне и сторонниках его σεισάχθεια) Plut.

Middle Liddell

χρεω-κοπίδης, ου, ὁ, κόπτω
one who cancels his debts, an insolvent, Plut.