ἐγκόλπιος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egkolpios
|Transliteration C=egkolpios
|Beta Code=e)gko/lpios
|Beta Code=e)gko/lpios
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[in]] or [[on the bosom]], διδόναι τι ἐ. τῷ ἀέρι <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>39</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in]] or [[on the bosom]], διδόναι τι ἐ. τῷ ἀέρι <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>39</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 01:00, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκόλπιος Medium diacritics: ἐγκόλπιος Low diacritics: εγκόλπιος Capitals: ΕΓΚΟΛΠΙΟΣ
Transliteration A: enkólpios Transliteration B: enkolpios Transliteration C: egkolpios Beta Code: e)gko/lpios

English (LSJ)

ον, A in or on the bosom, διδόναι τι ἐ. τῷ ἀέρι Heraclit.All.39.

German (Pape)

[Seite 709] im Busen, im Schooß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκόλπιος: -ον, ἐν τῷ κόλπῳ ἢ ἐπὶ τοῦ κόλπου Ἐκκλ.· ἐγκόλπιον, τό, περίαμμακόσμημα κρεμάμενον ἐκ τοῦ λαιμοῦ πρὸ τοῦ κόλπου, Γ. Παχυμ. Μιχ. Παλαιολ. 4. 6, σ. 179C.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐγκόλπιος, -ον)
1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθοςεγκόλπιος σταυρός»)
2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό
μσν.- νεοελλ.
α) το επιστήθιο του επισκόπου (με την εικόνα του Μεγάλου Αρχιερέως, του Χριστού) ως διακριτικό του αξιώματός του
β) φυλαχτό, γκόλφι
νεοελλ.
περιληπτικό βιβλίο μικρού σχήματος, συνήθως με βασικές χρήσιμες οδηγίες, κανόνες, κανονισμούς κ.λπ. («το εγκόλπιο του μελισσοκόμου», «το εγκόλπιο του ευέλπιδος»)
μσν.
πολύτιμο κόσμημα.