Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιχειρηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epicheirimatikos
|Transliteration C=epicheirimatikos
|Beta Code=e)pixeirhmatiko/s
|Beta Code=e)pixeirhmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tentative]], λόγοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mem.</span>451a19</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Rh.</span>2p.540S.</span>, <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Metaph.</span>32.3</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tentative]], λόγοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mem.</span>451a19</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Rh.</span>2p.540S.</span>, <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Metaph.</span>32.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:55, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχειρηματικός Medium diacritics: ἐπιχειρηματικός Low diacritics: επιχειρηματικός Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epicheirēmatikós Transliteration B: epicheirēmatikos Transliteration C: epicheirimatikos Beta Code: e)pixeirhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A tentative, λόγοι Arist.Mem.451a19. Adv. -κῶς Aristid.Rh.2p.540S., Syrian. in Metaph.32.3.

German (Pape)

[Seite 1003] ή, όν, zur Schlußfolge gehörig, λόγοι, Arist. memor. 2 u. Sp.; geschickt in künstlichen Schlüssen, Rhett. – Auch adv., Aristid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειρηματικός: -ή, -όν, (ἐπιχείρημα ΙΙ), περιέχων ἐπιχειρήματα, διαλεκτικός, λόγοι Ἀριστ. π. Μνήμ. 2, 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστείδ. τ. 2. σ. 515, Εὐσ. Πονημάτ. σ. 203, 13.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιχειρηματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση και διαχείριση επιχειρήσεων («ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας», «επιχειρηματική δραστηριότητα, κίνηση» κ.λπ.)
2. ο ικανός να διευθύνει επιχείρηση («επιχειρηματική ικανότητα, επιχειρηματικό μυαλό»)
3. φρ. «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων
αρχ.
αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, διαλεκτικόςἐπιχειρηματικός λόγος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχείρημα. Με τη νεοελλ. σημασία μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο του επιχειρηματίας].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχειρημᾰτικός: касающийся умозаключения, доказательственный (λόγοι Arst.).