ὁραματισμός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oramatismos
|Transliteration C=oramatismos
|Beta Code=o(ramatismo/s
|Beta Code=o(ramatismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[vision]], νυκτός Id.<span class="title">Jb.</span>4.13 (pl.).</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[vision]], νυκτός Id.<span class="title">Jb.</span>4.13 (pl.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:20, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρᾱμᾰτισμός Medium diacritics: ὁραματισμός Low diacritics: οραματισμός Capitals: ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: horamatismós Transliteration B: horamatismos Transliteration C: oramatismos Beta Code: o(ramatismo/s

English (LSJ)

ὁ, A vision, νυκτός Id.Jb.4.13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 367] ὁ, das Gesicht, die Erscheinung, Sp.

Greek Monolingual

ο (Α ὁραματισμός) οραματίζομαι
νεοελλ.
1. το να βλέπει κανείς οπτασίες
2. το να έχει κανείς οράματα, συλλήψεις, προσδοκίες, πόθους, ευγενείς επιδιώξεις για ένα καλύτερο αύριο, σε προσωπικό ή σε γενικότερο επίπεδο
3. όραμα, οπτασία
αρχ.
εμφάνιση, παρουσίαση.