κητόδορπος: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kitodorpos | |Transliteration C=kitodorpos | ||
|Beta Code=khto/dorpos | |Beta Code=khto/dorpos | ||
|Definition= | |Definition=[[συμφορά]], [[ἡ]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">supplying food for sea-monsters</b>, Lyc. 954.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:25, 1 January 2021
English (LSJ)
συμφορά, ἡ, A supplying food for sea-monsters, Lyc. 954.
German (Pape)
[Seite 1435] den großen Meerfischen Fraß, Nahrung gebend, Lycophr. 954.
Greek (Liddell-Scott)
κητόδορπος: συμφορά, ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.
Greek Monolingual
κητόδορπος, -ον (Α)
αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» — η συμφορά του να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινό-δορπος, σύν-δορπος].