εὔσελμος: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyselmos | |Transliteration C=eyselmos | ||
|Beta Code=eu)/selmos | |Beta Code=eu)/selmos | ||
|Definition=Ep. ἐΰσσελμος, ον<b class="b3">, (σέλμα)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[well-benched]] or -[[decked]], Hom. always in Ep. form, | |Definition=Ep. ἐΰσσελμος, ον<b class="b3">, (σέλμα)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[well-benched]] or -[[decked]], Hom. always in Ep. form, [[νηός]], [[νῆες]], <span class="bibl">Il.2.170</span>, <span class="bibl">Od.2.390</span>, al., cf. Stes.<span class="bibl">32</span>, <span class="bibl">E. <span class="title">Rh.</span>97</span>; cj. in <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>1383</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:25, 1 January 2021
English (LSJ)
Ep. ἐΰσσελμος, ον, (σέλμα) A well-benched or -decked, Hom. always in Ep. form, νηός, νῆες, Il.2.170, Od.2.390, al., cf. Stes.32, E. Rh.97; cj. in Id.IT1383.
German (Pape)
[Seite 1097] ep. ἐΰσσελμος, wohl mit Ruderbänken versehen, VLL. εὔζυγος; übh. wohlberudert, Hom. oft, stets in der epischen Form u. von Schiffen; von Schiffen auch Stesichor. bei Plat. Phaedr. 243 a; Eur. I. T 1383; Orph.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσελμος: Ἐπικ. ἐΰσσελμος, ον, (σέλμα) ἔχων καλὰ σέλματα, ζυγὰ ἢ καθέδρας, καλὰ θρανία διὰ τοὺς κωπηλάτας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπ. ὡς ἐπίθετ. τῶν πλοίων, νηὸς ἐϋσσέλμοιο, «εὐκαθέδρου· σέλματα γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 170· οὕτω Στησίχ. 29, Εὐρ. Ι. Τ. 1383 (ἐν τῷ κοινῷ τύπῳ). ― Κατ’ ἄλλους τὸ ἐΰσσελμος ναῦς σημαίνει πλοῖον ἔχον καλόν, στερεὸν κατάστρωμα (ἐν τῇ πρῴρᾳ μόνον καὶ τῇ πρύμνῃ), ἴδε Λεξικ. Ὁμηρ. Autenrieth καὶ τὸ τοῦ Πανταζίδου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
muni d’un bon tillac, de bonnes planches, de bancs solides.
Étymologie: εὖ, σέλμα.
Greek Monolingual
εὔσελμος και επικ. τ. ἐΰσσελμος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει καλά σέλματα, θέσεις για τους κωπηλάτες («νηὸς ἐϋσσέλμοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σέλμα.
Greek Monotonic
εὔσελμος: Επικ. ἐΰσ-σελμος, -ον (σέλμα), αυτός που έχει καλά καθίσματα, αυτός που έχει καλές σειρές κουπιών, σε Όμηρ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔσελμος: эп. ἐΰσσελμος 2 снабженный хорошей палубой, покрытый крепкими досками (ναῦς Hom., Stesichorus ap. Plat., Eur.).