πλατικός: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=platikos | |Transliteration C=platikos | ||
|Beta Code=platiko/s | |Beta Code=platiko/s | ||
|Definition=ή, όν, (πλάτος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[in latitude]], | |Definition=ή, όν, (πλάτος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[in latitude]], [[θέσεις]], [[ἀπόστασις]], <span class="bibl">Procl. <span class="title">Hyp.</span>5.6</span>,<span class="bibl">8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[broad]], [[general]], <b class="b3">π. θεωρία</b>, opp. [[μοιρική]], <span class="bibl">Vett.Val.112.25</span>; π. καὶ καθολικὴ θ. <span class="bibl">Id.289.15</span>, cf. <span class="bibl">243.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of meanings of words, [[broad]], [[wide]], or [[involving breadth]], ὁ κοινὸς καὶ π. τόπος [[in the broad sense]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>637.24</span>; τὸ νῦν, οὐ τὸ π. ἀλλὰ τὸ ἄτομον <span class="bibl">Id.<span class="title">in Cael.</span>579.16</span>; π. ἐστιν ὁ ἐνεστώς· οἱονεὶ γὰρ πλάτος ὑπεμφαίνει ὡς πρὸς τὸν… ἀκαριαῖον λεγόμενον χρόνον <span class="bibl">Choerob.<span class="title">in Theod.</span> 2.12</span> H. Adv. -κῶς [[broadly speaking]], <span class="bibl">Ach.Tat.<span class="title">Intr.Arat.</span>18</span>, Vett. Val.<span class="bibl">274.34</span>, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cat.</span>426.23</span>, <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Cat.</span>46.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> <b class="b3">π. ἐξήγησις</b> [[detailed]] exegesis, <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Porph.</span>60.6</span>; -κωτέραν τὴν ἴασιν εὑρήσεις ἐν… <span class="bibl">Paul.Aeg.2.25</span>. Adv. Comp. <b class="b3">-ώτερον, ἐξηγούμενος</b>, opp. [[κεφαλαιωδῶς]], <span class="bibl">Id.6.53</span>, cf. Eust. ad D.P.<span class="title">Proll.</span>p.71 B. (<b class="b3">πλατυκ-</b> is read in Eust. l.c., and as v.l. in inferior codd. of Phlp., Ammon. ll. cc., Simp. <span class="title">in Cael.</span> l.c., Paul.Aeg. ll.cc.; cf. Lat. [[platicus]].) </span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρφ. [[πλατυκός]], -ή, -όν, ΜΑ [[πλάτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>2.</b> [[λεπτομερής]], [[διεξοδικός]] («πλατικωτέραν τὴν ἐξήγησιν εὑρήσεις», Παύλ. Αίγ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για θεωρίες και για σημασίες λέξεων) [[ευρύς]], [[γενικός]] («πλατικὴ [[θεωρία]]», Βέττ. Βάλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλατικῶς</i> και δ. γρφ. <i>πλατυκῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> εκτεταμένα<br /><b>2.</b> διεξοδικά, [[λεπτομερώς]]. | |mltxt=και δ. γρφ. [[πλατυκός]], -ή, -όν, ΜΑ [[πλάτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>2.</b> [[λεπτομερής]], [[διεξοδικός]] («πλατικωτέραν τὴν ἐξήγησιν εὑρήσεις», Παύλ. Αίγ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για θεωρίες και για σημασίες λέξεων) [[ευρύς]], [[γενικός]] («πλατικὴ [[θεωρία]]», Βέττ. Βάλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλατικῶς</i> και δ. γρφ. <i>πλατυκῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> εκτεταμένα<br /><b>2.</b> διεξοδικά, [[λεπτομερώς]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:47, 1 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, (πλάτος) A of or in latitude, θέσεις, ἀπόστασις, Procl. Hyp.5.6,8. II metaph., broad, general, π. θεωρία, opp. μοιρική, Vett.Val.112.25; π. καὶ καθολικὴ θ. Id.289.15, cf. 243.3. 2 of meanings of words, broad, wide, or involving breadth, ὁ κοινὸς καὶ π. τόπος in the broad sense, Simp.in Ph.637.24; τὸ νῦν, οὐ τὸ π. ἀλλὰ τὸ ἄτομον Id.in Cael.579.16; π. ἐστιν ὁ ἐνεστώς· οἱονεὶ γὰρ πλάτος ὑπεμφαίνει ὡς πρὸς τὸν… ἀκαριαῖον λεγόμενον χρόνον Choerob.in Theod. 2.12 H. Adv. -κῶς broadly speaking, Ach.Tat.Intr.Arat.18, Vett. Val.274.34, Simp.in Cat.426.23, Phlp.in Cat.46.19. 3 π. ἐξήγησις detailed exegesis, Ammon. in Porph.60.6; -κωτέραν τὴν ἴασιν εὑρήσεις ἐν… Paul.Aeg.2.25. Adv. Comp. -ώτερον, ἐξηγούμενος, opp. κεφαλαιωδῶς, Id.6.53, cf. Eust. ad D.P.Proll.p.71 B. (πλατυκ- is read in Eust. l.c., and as v.l. in inferior codd. of Phlp., Ammon. ll. cc., Simp. in Cael. l.c., Paul.Aeg. ll.cc.; cf. Lat. platicus.)
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πλατυκός, -ή, -όν, ΜΑ πλάτος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό πλάτος
2. λεπτομερής, διεξοδικός («πλατικωτέραν τὴν ἐξήγησιν εὑρήσεις», Παύλ. Αίγ.)
3. μτφ. (για θεωρίες και για σημασίες λέξεων) ευρύς, γενικός («πλατικὴ θεωρία», Βέττ. Βάλ.).
επίρρ...
πλατικῶς και δ. γρφ. πλατυκῶς ΜΑ
1. εκτεταμένα
2. διεξοδικά, λεπτομερώς.