πνευματώ: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(33) |
m (Text replacement - "-<i>ατος]]" to "-ατος") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όω, Α [[πνεύμα]], - | |mltxt=-όω, Α [[πνεύμα]], -ατος<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε αέρα, [[εξαερώνω]], [[εξατμίζω]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[φουσκώνω]]<br /><b>4.</b> έχω [[άσθμα]]<br /><b>5.</b> (για ανέμους)<br />[[αναταράσσω]], [[ανακατώνω]], [[προκαλώ]] [[ταραχή]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ [[σπέρμα]] τῆς γονῆς διαλύεται καὶ πνευματοῦται», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[είμαι]] [[γεμάτος]] από αέρα<br />γ) [[φουσκώνω]] («ἀσκὸς πεπνευματωμένος», Ιεροκλ.)<br />δ) [[είμαι]] [[γεμάτος]] ζωή<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ζύμωσης. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 2 January 2021
Greek Monolingual
-όω, Α πνεύμα, -ατος
1. μεταβάλλω κάτι σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω
2. προκαλώ φούσκωμα
3. φουσκώνω
4. έχω άσθμα
5. (για ανέμους)
αναταράσσω, ανακατώνω, προκαλώ ταραχή
6. παθ. α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ σπέρμα τῆς γονῆς διαλύεται καὶ πνευματοῦται», Αριστοτ.)
β) είμαι γεμάτος από αέρα
γ) φουσκώνω («ἀσκὸς πεπνευματωμένος», Ιεροκλ.)
δ) είμαι γεμάτος ζωή
7. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση ζύμωσης.