πνευματώ
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Greek Monolingual
-όω, Α πνεύμα, -ατος
1. μεταβάλλω κάτι σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω
2. προκαλώ φούσκωμα
3. φουσκώνω
4. έχω άσθμα
5. (για ανέμους)
αναταράσσω, ανακατώνω, προκαλώ ταραχή
6. παθ. α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ σπέρμα τῆς γονῆς διαλύεται καὶ πνευματοῦται», Αριστοτ.)
β) είμαι γεμάτος από αέρα
γ) φουσκώνω («ἀσκὸς πεπνευματωμένος», Ιεροκλ.)
δ) είμαι γεμάτος ζωή
7. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση ζύμωσης.