ῥευμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
m (Text replacement - "[[ῥεῡμα</i>" to "ῥεῡμα")
m (Text replacement - "ῥεῡμα" to "ῥεῦμα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[ῥεῡμα]], -ατος<br /><b>1.</b> [[καταρροή]] ελαφράς μορφής<br /><b>2.</b> μικρό [[ρεύμα]], [[ρυάκι]] («ταφῆναι παρὰ τὸ [[ῥευμάτιον]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[ῥεῦμα]], -ατος<br /><b>1.</b> [[καταρροή]] ελαφράς μορφής<br /><b>2.</b> μικρό [[ρεύμα]], [[ρυάκι]] («ταφῆναι παρὰ τὸ [[ῥευμάτιον]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:34, 2 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥευμᾰτιον Medium diacritics: ῥευμάτιον Low diacritics: ρευμάτιον Capitals: ΡΕΥΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: rheumátion Transliteration B: rheumation Transliteration C: revmation Beta Code: r(euma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of A ῥεῦμα 111, Arist. Pr.901a3. 2 rivulet, Plu.Thes.27.

German (Pape)

[Seite 838] τό, dim. von ῥεῦμα, Flüßchen, Plut. Thes. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ῥευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥεῦμα, παταμίσκος, ῥυάκιον, Ἀριστ. Προβλ. 11, 18, Πλουτ. Θησ. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit cours d’eau, ruisseau.
Étymologie: dim. de ῥεῦμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α ῥεῦμα, -ατος
1. καταρροή ελαφράς μορφής
2. μικρό ρεύμα, ρυάκι («ταφῆναι παρὰ τὸ ῥευμάτιον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ῥευμάτιον: τό, υποκορ. του ῥεῦμα, ποταμάκι, ρυάκι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥευμάτιον: (ᾰ) τό [demin. к ῥεῦμα поток, ручей Arst., Plut.

Middle Liddell

ῥευμάτιον, ου, τό, [Dim. of ῥεῦμα
a rivulet, Plut.