κομψοεπής: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(21)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] ές, witzig, <b class="b2">zierlich</b>, sein und artig sprechend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] ές, witzig, [[zierlich]], sein und artig sprechend, Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:05, 6 January 2021

German (Pape)

[Seite 1480] ές, witzig, zierlich, sein und artig sprechend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κομψοεπής: -ές, ὁ ὁμιλῶν κομψῶς, χαρίεις ἐν συναναστροφῇ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 828Β· ― κομψοέπεια, ἡ, κεκαλλιεπημένος λόγος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. 3. σ. 76Α.

Greek Monolingual

-ές (Α κομψοεπής, -ές)
αυτός που μιλά κομψά, καλλιεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αμετρο-επής, ηδυ-επής].