Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαρκοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sarkovoros
|Transliteration C=sarkovoros
|Beta Code=sarkobo/ros
|Beta Code=sarkobo/ros
|Definition=ον, (βορά) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[eating flesh]], [[carnivorous]], ἄνθρωποι <span class="bibl">Ph.1.665</span>; [[[ζῷα]]] Plu.2.956c; θῆρες <span class="bibl">Man.5.193</span>; also <b class="b3">βούβρωστις σ</b>. <span class="title">MAMA</span>4.140 (Apollonia).</span>
|Definition=ον, (βορά) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[eating flesh]], [[carnivorous]], ἄνθρωποι <span class="bibl">Ph.1.665</span>; ([[ζῷα]]) Plu.2.956c; θῆρες <span class="bibl">Man.5.193</span>; also <b class="b3">βούβρωστις σ</b>. <span class="title">MAMA</span>4.140 (Apollonia).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:50, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοβόρος Medium diacritics: σαρκοβόρος Low diacritics: σαρκοβόρος Capitals: ΣΑΡΚΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: sarkobóros Transliteration B: sarkoboros Transliteration C: sarkovoros Beta Code: sarkobo/ros

English (LSJ)

ον, (βορά) A eating flesh, carnivorous, ἄνθρωποι Ph.1.665; (ζῷα) Plu.2.956c; θῆρες Man.5.193; also βούβρωστις σ. MAMA4.140 (Apollonia).

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch essend, fressend, ζῷα, Plut. ign. an aqua 3.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ τρώγων σάρκα, σαρκοφάγος, ζῷον Πλούτ. 2. 956C· ὄρνιθες Μανέθων 5. 193· ― σαρκοβορέω, Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 50· σαρκοβορία, ἡ, Μανασσ. Χρον. 159.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange de la chair, carnivore.
Étymologie: σάρξ, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

-α, -ο / σαρκοβόρος, -ον, ΝΑ
1. (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. τα σαρκοβόρα
ζωολ. τα σαρκοφάγα
2. φρ. «σαρκοβόρο φυτό»
βοτ. φυτό ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και να τρέφεται με αυτά υποβάλλοντάς τα στην αποσυνθετική δράση πεπτικών ενζύμων και βακτηρίων, αλλ. εντομοφάγο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -βόρος (< βορά), πρβλ. παιδο-βόρος, ωμο-βόρος].

Russian (Dvoretsky)

σαρκοβόρος: плотоядный (θηρία Plut.).