θελκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thelktikos
|Transliteration C=thelktikos
|Beta Code=qelktiko/s
|Beta Code=qelktiko/s
|Definition=ή, όν,= foreg., [[δύναμις]] Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>211</span>.
|Definition=ή, όν, = [[θελκτήριος]] ([[charming]], [[enchanting]], [[soothing]], [[magic]]), δύναμις Sch. E. ''Or.'' 211.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:31, 22 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτικός Medium diacritics: θελκτικός Low diacritics: θελκτικός Capitals: ΘΕΛΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thelktikós Transliteration B: thelktikos Transliteration C: thelktikos Beta Code: qelktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = θελκτήριος (charming, enchanting, soothing, magic), δύναμις Sch. E. Or. 211.

German (Pape)

[Seite 1193] dasselbe, τὰ θελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάθη Schol. Pind. P. 1, 21.

Greek (Liddell-Scott)

θελκτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θελκτικός, -ή, -όν) θέλγω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
θελκτικώς και -ά
με ελκυστικό τρόπο.