ἀκμόθετον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(1a)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akmotheton
|Transliteration C=akmotheton
|Beta Code=a)kmo/qeton
|Beta Code=a)kmo/qeton
|Definition=τό, = foreg., <span class="bibl">Il.18.410</span>, <span class="bibl">Od.8.274</span>.
|Definition=τό, = [[ἀκμοθέτης]] ([[anvil-block]]), ''Il.'' 18.410, ''Od.'' 8.274.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:31, 22 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμόθετον Medium diacritics: ἀκμόθετον Low diacritics: ακμόθετον Capitals: ΑΚΜΟΘΕΤΟΝ
Transliteration A: akmótheton Transliteration B: akmotheton Transliteration C: akmotheton Beta Code: a)kmo/qeton

English (LSJ)

τό, = ἀκμοθέτης (anvil-block), Il. 18.410, Od. 8.274.

German (Pape)

[Seite 75] τό, das Untergestell des Amboses, Hom. dreimal, Iliad. 18, 410. 476 Od. 8, 274.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμόθετον: τό, (τίθημι) ὁ τόπος (ἢ τὸ ξύλον), ἐφ’ οὗ τίθεται ὁ ἄκμων (ἀμόνι), Ἰλ. Σ. 410, Ὀδ. Θ. 274.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
l’établi de l’enclume.
Étymologie: ἄκμων², τίθημι.

English (Autenrieth)

(ἄκμων, τίθημι): anvilblock.

Greek Monolingual

ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α)
η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκμων + -θετὸς < τίθημι.

Greek Monotonic

ἀκμόθετον: τό (ἄκμων, τί-θημι), το ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται το αμόνι, άκμονας, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμόθετον: τό подставка (плаха) для наковальни Hom.

Middle Liddell

ἄκμων, τίθημι
the anvil-block, smithy Hom.