μεταμφιέζω: Difference between revisions
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
(3) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μεταμφιέζω | |||
|Medium diacritics=μεταμφιέζω | |||
|Low diacritics=μεταμφιέζω | |||
|Capitals=ΜΕΤΑΜΦΙΕΖΩ | |||
|Transliteration A=metamphiézō | |||
|Transliteration B=metamphiezō | |||
|Transliteration C=metamfiezo | |||
|Beta Code=metamfie/zw | |||
|Definition=later for [[μεταμφιάζω]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> μεταμφιάζομαι. | |btext=<i>c.</i> μεταμφιάζομαι. |
Revision as of 10:46, 31 January 2021
English (LSJ)
later for μεταμφιάζω.
French (Bailly abrégé)
c. μεταμφιάζομαι.
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω)
1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.)
2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω μετ' αὐτόν;», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. αλλάζω την αμφίεση κάποιου για να μεταμορφωθεί και να μην αναγνωριστεί
2. μέσ. μεταμφιέζομαι
μεταμορφώνομαι, μασκαρεύομαι
3. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο μεταμφιεσμένος, η μεταμφιεσμένη
προσωπιδοφόρος, μασκαράς της Αποκριάς
μσν.
1. ντύνω κάποιον με το ένδυμα του μοναχού και του αλλάζω το κοσμικό όνομα
2. μέσ. αλλάζω χαρακτήρα
αρχ.
μτφ. μεταβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμφιάζω και ἀμφιέζω «ντύνω»].
Russian (Dvoretsky)
μεταμφιέζω: Plut., Luc. = μεταμφιάζω.