ταὐτοφωνία: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ταὐτοφωνία | |||
|Medium diacritics=ταὐτοφωνία | |||
|Low diacritics=ταυτοφωνία | |||
|Capitals=ΤΑΥΤΟΦΩΝΙΑ | |||
|Transliteration A=tautophōnía | |||
|Transliteration B=tautophōnia | |||
|Transliteration C=taftofonia | |||
|Beta Code=tau)tofwni/a | |||
|Definition=ἡ, v. [[ταὐτόφωνος]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1075.png Seite 1075]] ἡ, Gleichtönigkeit, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1075.png Seite 1075]] ἡ, Gleichtönigkeit, Sp. |
Latest revision as of 10:48, 31 January 2021
English (LSJ)
ἡ, v. ταὐτόφωνος.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, Gleichtönigkeit, Sp.
Greek Monolingual
η / ταὐτοφωνία, ΝΜ ταὐτόφωνος
νεοελλ.
1. δυσάρεστη επανάληψη τών ίδιων φθόγγων, συλλαβών ή γραμμάτων
2. απουσία διαστήματος μεταξύ δύο φθόγγων που εκφέρονται συγχρόνως
3. μουσ. η απόδοση του ίδιου ήχου από δύο ή περισσότερες φωνές ή όργανα
μσν.
το να έχει κανείς την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.