ἐπιΐστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243
(2)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἐπιΐστωρ
|Medium diacritics=ἐπιΐστωρ
|Low diacritics=επιίστωρ
|Capitals=ΕΠΙΙΣΤΩΡ
|Transliteration A=epiḯstōr
|Transliteration B=epiistōr
|Transliteration C=epiistor
|Beta Code=e)pii+/stwr
|Definition=-ορος, ὁ, ἡ, [[privy to]] a thing; c. gen., [[μεγάλων]] [[ἔργων]] ἐ. [[privy to]] great works (i.e. the robbery of the mares), ''Od.'' 21.26; so [[τεῶν]] [[μύθων]] ἐ. ARh. 4.89; abs., ''ib.'' 16.<br><b class="num"></b>[[acquainted with]], [[practised in]], [[δίσκων]], [[γεωμετρίης]], ''AP'' 11.371 (Pall.), ''App.Anth.'' 7.2 (Euc.); [[σοφίης]] IG 3.946, cf. Doroth. in ''Cat.Cod.Astr.'' 2.172.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, [[μετὰ]] γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) [[εἰδήμων]], ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.
|lstext='''ἐπιΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, [[μετὰ]] γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) [[εἰδήμων]], ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.

Revision as of 10:58, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιΐστωρ Medium diacritics: ἐπιΐστωρ Low diacritics: επιίστωρ Capitals: ΕΠΙΙΣΤΩΡ
Transliteration A: epiḯstōr Transliteration B: epiistōr Transliteration C: epiistor Beta Code: e)pii+/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, privy to a thing; c. gen., μεγάλων ἔργων ἐ. privy to great works (i.e. the robbery of the mares), Od. 21.26; so τεῶν μύθων ἐ. ARh. 4.89; abs., ib. 16.
acquainted with, practised in, δίσκων, γεωμετρίης, AP 11.371 (Pall.), App.Anth. 7.2 (Euc.); σοφίης IG 3.946, cf. Doroth. in Cat.Cod.Astr. 2.172.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, μετὰ γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) εἰδήμων, ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
confident ou complice de, gén., sel. d’autres qui a conscience de, auteur de.
Étymologie: ἐπί, ἴστωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιΐστωρ: ορος adj.
1) сведущее лицо, знаток (σοφίης ἐ. ἀνήρ Anth.): ἐ. δίσκων Anth. знающий толк в блюдах, гурман;
2) участник, виновник: Ἡρακλῆς, μεγάλων ἐ. ἔργων Hom. Геракл, свершитель великих подвигов.