ὀξύπυκνος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(6_18)
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ὀξύπυκνος
|Medium diacritics=ὀξύπυκνος
|Low diacritics=οξύπυκνος
|Capitals=ΟΞΥΠΥΚΝΟΣ
|Transliteration A=oxýpyknos
|Transliteration B=oxypyknos
|Transliteration C=oksypyknos
|Beta Code=o)cu/puknos
|Definition=ον, in the higher region of the [[πυκνόν]], [[φθόγγος]] Cleonid. ''Harm.'' 4, 9, Bacch. ''Harm.'' 27, cf. Aristid.Quint. 1.6.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0354.png Seite 354]] mit scharfem, hohem [[πυκνόν]] (s. dieses), Music.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0354.png Seite 354]] mit scharfem, hohem [[πυκνόν]] (s. dieses), Music.
Line 4: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύπυκνος''': -ον, ὁ κατὰ ἕνα τόνον ὀξύτερος τοῦ πυκνοῦ (ἐν μουσικῇ) Βρυενν. Ἁρμον. σ. 384C, κλ.
|lstext='''ὀξύπυκνος''': -ον, ὁ κατὰ ἕνα τόνον ὀξύτερος τοῦ πυκνοῦ (ἐν μουσικῇ) Βρυενν. Ἁρμον. σ. 384C, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξύπυκνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ὀξύπυκνος]] [[φθόγγος]]» — [[φθόγγος]] [[κατά]] έναν τόνο οξύτερος του πυκνού, μία από τις [[τρεις]] κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύπυκνος Medium diacritics: ὀξύπυκνος Low diacritics: οξύπυκνος Capitals: ΟΞΥΠΥΚΝΟΣ
Transliteration A: oxýpyknos Transliteration B: oxypyknos Transliteration C: oksypyknos Beta Code: o)cu/puknos

English (LSJ)

ον, in the higher region of the πυκνόν, φθόγγος Cleonid. Harm. 4, 9, Bacch. Harm. 27, cf. Aristid.Quint. 1.6.

German (Pape)

[Seite 354] mit scharfem, hohem πυκνόν (s. dieses), Music.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπυκνος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα τόνον ὀξύτερος τοῦ πυκνοῦ (ἐν μουσικῇ) Βρυενν. Ἁρμον. σ. 384C, κλ.

Greek Monolingual

ὀξύπυκνος, -ον (Α)
φρ. «ὀξύπυκνος φθόγγος» — φθόγγος κατά έναν τόνο οξύτερος του πυκνού, μία από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων.