μελιτόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(6_20) |
m (LSJ2 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μελιτόομαι | |||
|Medium diacritics=μελιτόομαι | |||
|Low diacritics=μελιτόομαι | |||
|Capitals=ΜΕΛΙΤΟΟΜΑΙ | |||
|Transliteration A=melitóomai | |||
|Transliteration B=melitoomai | |||
|Transliteration C=melitoomai | |||
|Beta Code=melito/omai | |||
|Definition=Pass., to [[be sweetened with honey]], [[μήκων]] [[μεμελιτωμένη]] Th. 4.26.<br><b class="num"></b>to [[be filled with honey]], Plu. 2.628d. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελῐτόομαι''': Παθ., ἀναμιγνύομαι μὲ [[μέλι]], γλυκαίνομαι, [[μήκων]] μεμελιτωμένη, μέλιτι μεμιγμένη, Θουκ. 4. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολιαστ. καὶ ἄλλους ἑρμηνευτάς, πρβλ. καὶ Διοσκ. 4, 65. ΙΙ. πληροῦμαι μέλιτος, [[ἀγγεῖον]] μεμελιτωμένον, πλῆρες μέλιτος, Πλούτ. 2. 628C. | |lstext='''μελῐτόομαι''': Παθ., ἀναμιγνύομαι μὲ [[μέλι]], γλυκαίνομαι, [[μήκων]] μεμελιτωμένη, μέλιτι μεμιγμένη, Θουκ. 4. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολιαστ. καὶ ἄλλους ἑρμηνευτάς, πρβλ. καὶ Διοσκ. 4, 65. ΙΙ. πληροῦμαι μέλιτος, [[ἀγγεῖον]] μεμελιτωμένον, πλῆρες μέλιτος, Πλούτ. 2. 628C. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελῐτόομαι:''' ([[μέλι]]), παρακ. <i>μεμελίτωμαι</i>, Παθ., [[αποκτώ]] γλυκιά [[γεύση]] με [[προσθήκη]] μελιού, σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελῐτόομαι, [[μέλι]]<br />Pass. to be sweetened with [[honey]], Thuc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
Pass., to be sweetened with honey, μήκων μεμελιτωμένη Th. 4.26.
to be filled with honey, Plu. 2.628d.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτόομαι: Παθ., ἀναμιγνύομαι μὲ μέλι, γλυκαίνομαι, μήκων μεμελιτωμένη, μέλιτι μεμιγμένη, Θουκ. 4. 26, ἔνθα ἴδε Σχολιαστ. καὶ ἄλλους ἑρμηνευτάς, πρβλ. καὶ Διοσκ. 4, 65. ΙΙ. πληροῦμαι μέλιτος, ἀγγεῖον μεμελιτωμένον, πλῆρες μέλιτος, Πλούτ. 2. 628C.
Greek Monotonic
μελῐτόομαι: (μέλι), παρακ. μεμελίτωμαι, Παθ., αποκτώ γλυκιά γεύση με προσθήκη μελιού, σε Θουκ.