κρινόεις: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κρινόεις
|Medium diacritics=κρινόεις
|Low diacritics=κρινόεις
|Capitals=ΚΡΙΝΟΕΙΣ
|Transliteration A=krinóeis
|Transliteration B=krinoeis
|Transliteration C=krinoeis
|Beta Code=krino/eis
|Definition=[[εσσα]], εν, [[like a lily]], [[κεραυνός]] [[dubious|dub.]] cj. in ''Supp.Epigr.'' 4.386 (Panamara).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῐνόεις''': εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν [[κρίνον]] (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.
|lstext='''κρῐνόεις''': εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν [[κρίνον]] (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.

Revision as of 10:59, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρινόεις Medium diacritics: κρινόεις Low diacritics: κρινόεις Capitals: ΚΡΙΝΟΕΙΣ
Transliteration A: krinóeis Transliteration B: krinoeis Transliteration C: krinoeis Beta Code: krino/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, like a lily, κεραυνός dub. cj. in Supp.Epigr. 4.386 (Panamara).

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν κρίνον (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.

Greek Monolingual

κρινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, λευκός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον
3. το αρσ. ως ουσ.κρινόεις
όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. καμπυλ-όεις, κυκλ-όεις)].