λατραβός: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λατραβός | |||
|Medium diacritics=λατραβός | |||
|Low diacritics=λατραβός | |||
|Capitals=ΛΑΤΡΑΒΟΣ | |||
|Transliteration A=latrabós | |||
|Transliteration B=latrabos | |||
|Transliteration C=latravos | |||
|Beta Code=latrabo/s | |||
|Definition=v. [[λαμυρός]], and [[λατραβία]] ([[λατραπία]] cod.), = [[λαμυρία]] μετὰ [[ἐρυθριάσεως]], Hsch. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0018.png Seite 18]] = [[λαμυρός]], Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0018.png Seite 18]] = [[λαμυρός]], Hesych. |
Revision as of 11:01, 31 January 2021
English (LSJ)
v. λαμυρός, and λατραβία (λατραπία cod.), = λαμυρία μετὰ ἐρυθριάσεως, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λατραβός: λαμυρός, καὶ λατραβία, = λαμυρία, Ἡσύχ.· ὅστις ἔχει καὶ μετοχ.: λατραβῶν· «ἀλαζονευόμενος» καὶ ῥῆμα λατραβίζειν· «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῖν» ― λατράζειν· «βαρβαρίζειν».
Greek Monolingual
λατραβός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λαμυρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβός και λατραβία (= «λαμυρία μετά ερυθριάσεως», κατά τον Ησύχιο) συνδέονται με τη λ. λατραβιάζω].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: λαμυρός, avariciuous, gluttonous, lascivious
Other forms: λατραβῶν ἁλαζονευόμενος H.; ἐλατράβιζον τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῖν λατραβίζειν ἔλεγον H.; λατραβίζειν ἐσπουδασμένως καὶ ᾳ᾽σήμως λαλεῖν H.; cf. λατραπία λαμυρία μετὰ ἐρυθριάσεως Η. Also λάτραψ ὑετός (cf. λαῖλαψ id.)?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 199 connects λατράζειν βαρβαρίζειν H., and λαθροῦν βλάπτειν H., further λαιθαρυζειν λαμυρῶσαι, διαπράξασθαι H (and λαιθυράζω); these proposed connections cannot be considered certain. The form λατραβ-\/π- is Pre-Greek.