ξυλοπριστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_11)
 
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ξυλοπριστικός
|Medium diacritics=ξυλοπριστικός
|Low diacritics=ξυλοπριστικός
|Capitals=ΞΥΛΟΠΡΙΣΤΙΚΟΣ
|Transliteration A=xylopristikós
|Transliteration B=xylopristikos
|Transliteration C=ksylopristikos
|Beta Code=culopristiko/s
|Definition=[[πῆχυς]], [[sawyer]]'s [[cubit]], Hero ''Geom.'' 23.6.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυλοπριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3.
|lstext='''ξυλοπριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοπριστικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πριόνισμα]] ή ο [[κατάλληλος]] για [[πριόνισμα]] ξύλων («[[ξυλοπριστικός]] [[πῆχυς]]», Ήρων Γεωμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πριστικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυλοπριστικός Medium diacritics: ξυλοπριστικός Low diacritics: ξυλοπριστικός Capitals: ΞΥΛΟΠΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: xylopristikós Transliteration B: xylopristikos Transliteration C: ksylopristikos Beta Code: culopristiko/s

English (LSJ)

πῆχυς, sawyer's cubit, Hero Geom. 23.6.

Greek (Liddell-Scott)

ξυλοπριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3.

Greek Monolingual

ξυλοπριστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα ξύλων («ξυλοπριστικός πῆχυς», Ήρων Γεωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πριστικός (< πρίω «πριονίζω»)].