μυότρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(26) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μυότρωτος | |||
|Medium diacritics=μυότρωτος | |||
|Low diacritics=μυότρωτος | |||
|Capitals=ΜΥΟΤΡΩΤΟΣ | |||
|Transliteration A=myótrōtos | |||
|Transliteration B=myotrōtos | |||
|Transliteration C=myotrotos | |||
|Beta Code=muo/trwtos | |||
|Definition=ον, ([[μῦς]] IV) [[hurt in the muscles]], Dsc. 1.58. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυότρωτος''': -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68. | |lstext='''μυότρωτος''': -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68. |
Revision as of 11:03, 31 January 2021
English (LSJ)
ον, (μῦς IV) hurt in the muscles, Dsc. 1.58.
Greek (Liddell-Scott)
μυότρωτος: -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.
Greek Monolingual
μυότρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τρωτος (< τιτρώσκω) «πληγώνω»), πρβλ. δουρί-τρωτος].