περίρρους: Difference between revisions
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=περίρρους | |||
|Medium diacritics=περίρρους | |||
|Low diacritics=περίρρους | |||
|Capitals=ΠΕΡΙΡΡΟΥΣ | |||
|Transliteration A=perírrous | |||
|Transliteration B=perirrous | |||
|Transliteration C=perirrous | |||
|Beta Code=peri/rrous | |||
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[περίρροος]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. |
Revision as of 11:06, 31 January 2021
English (LSJ)
-ουν, contr. for περίρροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att.
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Α περιρρέω
1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος
2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίρρους
α) η περιρροή
β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση, περίρροια.
Middle Liddell
περίρ-ρους, ουν, = περίρρυτος, Hdt.]