περίρρους: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=περίρρους
|Medium diacritics=περίρρους
|Low diacritics=περίρρους
|Capitals=ΠΕΡΙΡΡΟΥΣ
|Transliteration A=perírrous
|Transliteration B=perirrous
|Transliteration C=perirrous
|Beta Code=peri/rrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[περίρροος]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].

Revision as of 11:06, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίρρους Medium diacritics: περίρρους Low diacritics: περίρρους Capitals: ΠΕΡΙΡΡΟΥΣ
Transliteration A: perírrous Transliteration B: perirrous Transliteration C: perirrous Beta Code: peri/rrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for περίρροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Α περιρρέω
1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος
2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι
3. το αρσ. ως ουσ.περίρρους
α) η περιρροή
β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση, περίρροια.

Middle Liddell

περίρ-ρους, ουν, = περίρρυτος, Hdt.]