κακόρρους: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(18)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κακόρρους
|Medium diacritics=κακόρρους
|Low diacritics=κακόρρους
|Capitals=ΚΑΚΟΡΡΟΥΣ
|Transliteration A=kakórrous
|Transliteration B=kakorrous
|Transliteration C=kakorrous
|Beta Code=kako/rrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[κακόρροος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόρρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />(για [[ασθένεια]]) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥοῡς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ρρους</i>, <i>πολύ</i>-<i>ρρους</i>].
|mltxt=[[κακόρρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />(για [[ασθένεια]]) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥοῡς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ρρους</i>, <i>πολύ</i>-<i>ρρους</i>].
}}
}}

Revision as of 11:07, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακόρρους Medium diacritics: κακόρρους Low diacritics: κακόρρους Capitals: ΚΑΚΟΡΡΟΥΣ
Transliteration A: kakórrous Transliteration B: kakorrous Transliteration C: kakorrous Beta Code: kako/rrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόρροος.

Greek Monolingual

κακόρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για ασθένεια) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρους (< ῥοῡς < ῥέω), πρβλ. βαθύ-ρρους, πολύ-ρρους].