κίλλιος: Difference between revisions

From LSJ
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίλλιος]], -ία, -ον (Α) [[κίλλος]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του όνου, [[κιλλός]] («κίλλιον ἐσθῆτος [[χρῶμα]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=[[κίλλιος]], -ία, -ον (Α) [[κίλλος]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του όνου, [[κιλλός]] («κίλλιον ἐσθῆτος [[χρῶμα]]», <b>Πολυδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 17:01, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίλλιος Medium diacritics: κίλλιος Low diacritics: κίλλιος Capitals: ΚΙΛΛΙΟΣ
Transliteration A: kíllios Transliteration B: killios Transliteration C: killios Beta Code: ki/llios

English (LSJ)

α, ον, = κιλλός.

German (Pape)

[Seite 1438] dem Esel ähnlich, eselgrau, Poll. 7, 56 erkl. ὀνάγρινον χρῶμα.

Greek Monolingual

κίλλιος, -ία, -ον (Α) κίλλος
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, κιλλός («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.).