ἀγάμητος: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγάμητος''': -ον, σπανιώτερος [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἄγᾰμος, Κωμικὸς παρὰ | |lstext='''ἀγάμητος''': -ον, σπανιώτερος [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἄγᾰμος, Κωμικὸς παρὰ Πολυδ. Γ.47:-[[τύπος]] ἀγάμετος ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 798) ἐν τοῖς Α.Β. ὅρα Λοβ. Φρύν. 514. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 17:05, 31 January 2021
English (LSJ)
v. ἀγάμετος.
German (Pape)
[Seite 8] ὁ, ἡ, Soph. frg. bei B. A. 336, und Komiker nach Poll. 3, 47, = ἄγαμος, unverheirathet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάμητος: -ον, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ τοῦ ἄγᾰμος, Κωμικὸς παρὰ Πολυδ. Γ.47:-τύπος ἀγάμετος ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 798) ἐν τοῖς Α.Β. ὅρα Λοβ. Φρύν. 514.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
no casado, Com.Adesp.770.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάμητος: Soph. = ἄγαμος.