μυρτοχειλίδες: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρτοχειλίδες''': -αἱ, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, [[Πολυδ]]. Β΄, 174.
|lstext='''μυρτοχειλίδες''': -αἱ, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, Πολυδ. Β΄, 174.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρτοχειλίδες Medium diacritics: μυρτοχειλίδες Low diacritics: μυρτοχειλίδες Capitals: ΜΥΡΤΟΧΕΙΛΙΔΕΣ
Transliteration A: myrtocheilídes Transliteration B: myrtocheilides Transliteration C: myrtocheilides Beta Code: murtoxeili/des

English (LSJ)

αἱ, = μυρτόχειλα.

German (Pape)

[Seite 222] αἱ, die Lefzen an der weiblichen Schaam, Poll. 2, 174. Vgl. μύρτον.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτοχειλίδες: -αἱ, τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, Πολυδ. Β΄, 174.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
labia majora pudendorum LSJ.
Étymologie: μύρτον, χεῖλος.

Greek Monolingual

μυρτοχειλίδες, αἱ (Α) μυρτόχειλα
(κατά τον Πολυδεύκη) «τα ἑκατέρωθεν του γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα».