καλόψυχος: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalopsychos | |Transliteration C=kalopsychos | ||
|Beta Code=kalo/yuxos | |Beta Code=kalo/yuxos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[εὔψυχος]], Hsch. s.v. [[εὔθυμος]].</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[εὔψυχος]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[εὔθυμος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:35, 1 February 2021
English (LSJ)
ον, A = εὔψυχος, Hsch. s.v. εὔθυμος.
German (Pape)
[Seite 1314] Erkl. von εὔθυμος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλόψῡχος: -ον, = εὔψυχος, Ἡσύχ. ἐν λ. εὔθυμος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καλόψυχος, -ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση.
επίρρ...
καλόψυχα (Μ καλόψυχα)
νεοελλ.
με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή
μσν.
σε καλή ψυχική διάθεση («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].