καλλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalliazo
|Transliteration C=kalliazo
|Beta Code=kallia/zw
|Beta Code=kallia/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be a member of the board of magistrates]] ([[κάλλιον]]) (q.v.) at [[Cyzicus]], <span class="title">IGRom.</span>4.153,157:—also [[καλλιαρχέω]], [[be president of the board of magistrates]] at Cyzicus, <span class="title">CIG</span>3661.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be a member of the board of magistrates]] ([[κάλλιον]]) ([[quod vide|q.v.]]) at [[Cyzicus]], <span class="title">IGRom.</span>4.153,157:—also [[καλλιαρχέω]], [[be president of the board of magistrates]] at Cyzicus, <span class="title">CIG</span>3661.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:15, 5 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐάζω Medium diacritics: καλλιάζω Low diacritics: καλλιάζω Capitals: ΚΑΛΛΙΑΖΩ
Transliteration A: kalliázō Transliteration B: kalliazō Transliteration C: kalliazo Beta Code: kallia/zw

English (LSJ)

A to be a member of the board of magistrates (κάλλιον) (q.v.) at Cyzicus, IGRom.4.153,157:—also καλλιαρχέω, be president of the board of magistrates at Cyzicus, CIG3661.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιάζω: ῥῆμα ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), ἔνθα φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, αὐτόθι 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ κάλλιον, τό, ὄνομα δικαστηρίου τινὸς ἐν Ἀθήναις καὶ ὡσαύτως = τέμενος, Α. Β. 1. 269, 270, 309, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
καλλιάζω (Μ)
1. φαίνομαι ανώτερος, ξεπερνώ κάποιον
2. αναγνωρίζω την υπεροχή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον, συγκρ. βαθμός του επίρρ. καλῶς.
(II)
καλλιάζω (Α)
είμαι μέλος του δικαστηρίου κάλλιον (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) + κατάλ. -άζω].