χλευαστικός: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chlevastikos | |Transliteration C=chlevastikos | ||
|Beta Code=xleuastiko/s | |Beta Code=xleuastiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[derisory]], σκῶμμα <span class="bibl">Ph.2.552</span>. Adv. | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[derisory]], [[σκῶμμα]] <span class="bibl">Ph.2.552</span>. Adv. [[χλευαστικῶς]] Satyr.<span class="title">Vit.Eur.Fr.</span>39 xvii 9, <span class="bibl">Poll.6.200</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:45, 27 February 2021
English (LSJ)
ή, όν, A derisory, σκῶμμα Ph.2.552. Adv. χλευαστικῶς Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xvii 9, Poll.6.200.
German (Pape)
[Seite 1358] adv χλευαστικῶς, spöttisch, zum Verspotten, zur schnöden Behandlung gehörig, geneigt, Sp., Poll. 9, 149.
Greek (Liddell-Scott)
χλευαστικός: -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς τὸ χλευάζειν, ἀγαπῶν νὰ χλευάζῃ, Ἐφιφάν. 69. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 200.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χλευαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χλευάζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό
2. αυτός που έχει την τάση να χλευάζει («χλευαστικὸς κόλαξ», Πολυδ.).
επίρρ...
χλευαστικώς / χλευαστικῶς ΝΜΑ, και χλευαστικά Ν
κατά τρόπο χλευαστικό, περιπαικτικά.