ἀλωπέκειος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alopekeios
|Transliteration C=alopekeios
|Beta Code=a)lwpe/keios
|Beta Code=a)lwpe/keios
|Definition=α, ον, Ion. ἀλωπέκ-εος, η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a fox]], στέαρ Gal.14.331; λίπος Philum. ap. <span class="bibl">Orib.45.29.36</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἀλωπεκέη]], Att. contr. <b class="b3">-κῆ</b> (sc. [[δορά]]), [[fox-skin]], <span class="bibl">Hdt.7.75</span>: [[proverb|prov.]], ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>7</span>.</span>
|Definition=α, ον, Ion. [[ἀλωπέκεος]], η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a fox]], στέαρ Gal.14.331; λίπος Philum. ap. <span class="bibl">Orib.45.29.36</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἀλωπεκέη]], Att. contr. [[ἀλωπεκῆ]] (sc. [[δορά]]), [[fox]]-[[skin]], <span class="bibl">Hdt.7.75</span>: [[proverb|prov.]], [[ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν]] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>7</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:15, 13 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωπέκειος Medium diacritics: ἀλωπέκειος Low diacritics: αλωπέκειος Capitals: ΑΛΩΠΕΚΕΙΟΣ
Transliteration A: alōpékeios Transliteration B: alōpekeios Transliteration C: alopekeios Beta Code: a)lwpe/keios

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἀλωπέκεος, η, ον, A of a fox, στέαρ Gal.14.331; λίπος Philum. ap. Orib.45.29.36. II ἀλωπεκέη, Att. contr. ἀλωπεκῆ (sc. δορά), fox-skin, Hdt.7.75: prov., ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν Plu.Lys.7.

German (Pape)

[Seite 113] vom Fuchs, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπέκειος: -α, -ον, Ἰων. εος, η, ον. (ἀλώπηξ) ἐξ ἀλώπεκος, Γαλην. ΙΙ. ἀλωπεκέη, Ἀττ. συνῃρ. -κῆ, (ἐξυπακούεται δορά), δέρμα ἀλώπεκος, Ἡρόδ. 7. 75· παροιμ.: ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν, Πλουτ. Λύσ. 7.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): jón. -εος, -έη, -εον Hdt.7.75; át. contr. ἡ ἀλωπεκῆ Com.Adesp.425A

• Prosodia: [ᾰ-]
1 de zorra στέαρ Gal.14.331, λίπος Philum. en Orib.45.29.36.
2 subst. ἡ ἀλωπεκέη gorro de piel de zorra Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι ἀλωπεκέας ἔχοντες ἐστρατεύοντο Hdt.l.c.
piel de zorra prov. ἂν μὴ λεοντῆ <δ'> ἐξίκητ', ἀλωκῆν πρόσαψον si no llega la piel de león, ata una de zorra e.d. si no tienes el valor o la fuerza suficiente, recurre a la astucia, Com.Adesp.l.c., cf. Plu.Lys.7, Polyaen.2.10.5.

Greek Monolingual

ἀλωπέκειος, -εία, -ειον (Α)
1. αυτός που ανήκει στην αλεπού ή προέρχεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ- θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ειος].

Greek Monotonic

ἀλωπέκειος: -α, -ον, Ιων. -εος, , -ον (ἀλώπηξ), λέγεται για την αλεπού· ἀλωπεκέη, Αττ. -κῆ (ενν. δορά), δέρμα, γούνα αλεπούς, σε Ηρόδ., Πλούτ.

Middle Liddell

ἀλώπηξ
of a fox: ἀλωπεκέη, attic -κῆ (sub. δορά), a fox-skin, Hdt., Plut.