καμινιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(19) |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=καμινιαῖος και δ. γρφ. καμιναῖος, -αία, -ον (AM)<br />αυτός που αναφέρεται στο [[καμίνι]], [[καμινευτικός]], του καμινιού «καμινιαία [[αἰθάλη]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κάμινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιαίος</i>, [[αντί]] [[καμιναίος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 14 March 2021
German (Pape)
[Seite 1317] zum Ofen gehörig, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 552.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμινον, Ἑβδ. (Ἔξ. Θ΄, 8, ὡς διάφ. γραφή), Γρηγ. Ναζ. Ι. 948C· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 552.
Greek Monolingual
καμινιαῖος και δ. γρφ. καμιναῖος, -αία, -ον (AM)
αυτός που αναφέρεται στο καμίνι, καμινευτικός, του καμινιού «καμινιαία αἰθάλη», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κάμινος + -ιαίος, αντί καμιναίος].